αναζήτητος

αναζήτητος
-η, -ο
αυτός που δεν αναζητήθηκε, δεν ερευνήθηκε, ο ανερεύνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς (αναζήτητο αντικείμενο σε τελωνείο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναζητώ — ( έω) (Α ἀναζητῶ) (Ν και άω) 1. ερευνώ επίμονα και προσεκτικά, εξετάζω, διερευνώ 2. ζητώ, ψάχνω επίμονα νεοελλ. επιδιώκω, ποθώ, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζητώ. ΠΑΡ. αναζήτηση ( ις) νεοελλ. αναζητητής, αναζήτητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”